ΑΘΙΒΟΛΕΣ ΚΑΙ ΝΑΚΛΙΑ
(και λίγο γέλιο ...)

Ένα βαρέλι έσπρωχνε ο Μανούσος απ’ το σπίτι του και το πήγαινε στο καφενείο τη μέρα που ο κοινοτικός γιατρός, θα επισκεπτότανε για δεύτερη φορά το χωριό.
- Που, μπρε Μανούσο, το πας το βαρέλι; Ρώτησε ο Γιάννος ο γείτονάς του κι η απορία του ήτανε πέρα για πέρα δικαιολογημένη, αφού θέλανε ακόμα καιρό, να ‘ρθούνε τα «τρυγοπατήματα» και τα «καθαρομούστια».
- Ο γιατρός ήρθε στο καφενείο και πάω να μ’ εξετάσει.
- Και το βαρέλι; Ξαναρώτησε ο Γιάννος.
- Την άλλη βολά που ήρθε, μου ‘πε, πως πρέπει να με ξαναδεί, μετά από δυο μήνες με τα ούρα μου!

 

Στο χωριό μου πριν από πολλά χρόνια ζούσε με τον άνδρα της η Παζαρογιώργαινα, μια γριά ενενήντα χρονών. Ήταν μια πολύ έξυπνη και καλοστεκούμενη γυναίκα, που είχε το γέρο κατάκοιτο στο κρεβάτι και είχε αποκάμει να τον περιποιείται είκοσι ολόκληρα χρόνια.

Μια ημέρα που κουβέδιαζαν για τα βάσανά τους γυρίζει και του λέει:

- Ε, κακορίζικε γέρο, και να ‘θελα ποθάνει ο γείς μας, είντα καλά ‘θελα περνώ εγώ.

 

Την ώρα που έτρωγε ο βοσκός πάνω στο βουνό, πλησιάζουν δυο περαστικοί. Τους προσκάλεσε να κοπιάσουν, να φάνε, κι ο ένας χωρίς να χάσει καιρό στρώθηκε δίπλα του. Ο άλλος έκανε πως δεν ήθελε, αλλά η μυρωδιά του ψητού αρνιού τον ξεσήκωσε και δεν κρατήθηκε.
- Καλό φαίνεται τούτο-νε το κομμάτι, πού το βρήκες, ρωτά, για να δώσει ευκαιρία στο βοσκό να επαναλάβει την πρόσκληση. Αυτός όμως γυρνά στον άλλο που έτρωγε σαν κουλουκοπεινασμένος και του λέει:
- Τρώε, μωρέ συ, που δε ρωτάς κι ας τονε τον ορτάκη σου να ξανοίγει.

 

Μέσα στη Μεγαλοβδομάδα ήπαιξε κούτελο με το φιλιότσο ντου ο Παπουτσομιχάλης κι εσκέφτηκε μέρες που ήσανε, να δώσει πράμα χαρτζηλίκι του κοπελιού, μα πρώτα ήθελε  να δει πως πάει στην πρόσθεση.
- Πε μου μωρέ φιλιότσο, πόσο κάνουνε 4 και 4.
- Ντα μείς νονέ, έχομε πάψες εδά, απηλοήθηκε το βαφτιστήρι, μα επήρε το χαρτζηλίκι.

 

Το πιο απρόσεχτο παιδί στην τάξη και το ποιο πειραχτούρικο ήτανε το Γιωργιό. Ό,τι κατσουκανιά* μπορεί να βάλει το μυαλό του ανθρώπου, την έκανε και συνέχεια το μάλωνε ο δάσκαλος.
Μια μέρα έκανε ιστορία ο δάσκαλος κι αυτός επείραζε το διπλανό του.
- Προσέχεις, Γιωργιό, το μάθημα; Προσέχεις; Του λέει ο δάσκαλος.
- Προσέχω, Κύριε.
- Και ποιος εσκότωσε τσι Στυμφαλίδες όρνιθες;
Και το Γιωργιό που ήταν πάλι απρόσεχτο:
- Ναι, εμένα να μπλέξετε πάλι.

 

Μια βολά ένας μαζί με τα ξερόκλαδα που φόρτωνε στο γάιδαρό ντου, για να τα πουλήσει στη χώρα. Φόρτωνε και μια μπουκάλα λάδι κι αυτό για πούλημα. Οι χωριανοί απού τονε θωρούσαν ελέγαν:
- Για εσύ ο κακομοίρης. Μια μπουκάλα λάδι πάει για πούλημα.
Αυτός εμάνισε και μιαν ταχυνή φουσκώνει δυο ασκιά, βάνει στο ‘να τη μπουκάλα το λάδι και παίρνει για τη χώρα. Οι χωριανοί, ως να τονε δούνε, λένε:
- Για εσύ ο κερατάς. Με τ’ ασκιά πάει το λάδι στη χώρα.
Σαν επήγε στη χώρα, θωρεί ντα ο λαδάς, ρωτά ντονε. Το και το σύντεκνε, λέει ντου αυτός, κι άκου με:
- Καλιά να σε λένε κερατά παρά κακομοίρη.

 

Ήτανε σ’ ένα χωριό ένας παπάς παράξενος και τσιγκούνης κι είχε ένα γείτονα φτωχό και πολυφαμελίτη.
Και μιαν ημέρα επήγε στου παπά να του ζητήξει βοήθεια. Άρχισε λοιπόν να του λέει για τη φτώχεια του και την κακομοιριά του. Και στο τέλος του λέει:
- Παπά, σαράντα μέρες έχουνε εδά τα κοπέλια μου να φάνε λάδι!
Και του λέει ο παπάς:
- Εδά ‘ναι η ώρα ντως να μου τα φέρεις να τα μεταλάβω.

 

Από το περιβόλι γυρίζει καβάλα στο γάιδαρο ένας Βοριζανός. Στην πλατεία του χωριού σταματά ο γάιδαρος σ’ ένα σωρό καβαλίνες κι αρχίζει να μυρίζεται.
- Σε, σε, παντέρμε…, φωνάζει τ’ αφεντικό, μα πράμα.
Με τη χαχαλόβεργα του δίνει μια στην κεφαλή και, σαν θωρεί την επιμονή του γαϊδάρου να μην κουνεί, του κάνει:
- Ε, ανάθεμά σε για έχνος, μικροβιολόγο θα σε κάμω!

 

Έφτιαξε στον τεχνίτη την τηλεόραση.
Συναντήθηκαν ύστερα από μέρες και ο ηλεκτρονικός τον ρώτησε πώς πηγαίνει τώρα το μηχάνημα.
- Από τότε που μου τη διόρθωσες, του λέει, φεύγουν γρήγορα τα γράμματα και δεν προλαβαίνω να τα διαβάζω!

 

Ένας καυχησάρης κυνηγός εκλούθιε τα ζάλα ‘νούς λιόντα, μα ως ήφταξε στον όχτο του ποταμού, τα ‘χασε. Θωρεί εκειά ένα κοπελοπούλι,
- Μπα να ‘δες μπρε παιδί μου τα ζάλα ‘νούς λιόντα ποθές;
- Έλα ‘συ μπάρμπα κι εγώ δα σου δείξω που κάθεται ο λιόντας, κάνει το κοπέλι.
- Μα για τα ζάλα μπρε παιδί μου σε ρώτηξα ‘γω, κάνει κι ο κυνηγός και ‘γιάγυρε τα μπρος – οπίσω!

 

 

Αφού ετσακώστηκε καλά – καλά με τη γυναίκα ντου ο Αντρόνικος, εκατέβηκε την αγορά εμπήκε σ’ ένα ντουκιάνι απού είδε μέσα το φίλο ντου το Ζαχάρη.
Στο πρώτο ποτηράκι λέει ο Ζαχάρης:
- Άντε εβίβα και να χαίρομέστανε τσι κερές μας.
- Χαίρου  ‘συ τη δική σου και ξα μου ‘μένα, απηλοήθηκε ο Αντρόνικος.

 

Έναν Ανωγειανάκι πάει στο μπακάλικο του χωριού. Ο μπακάλης το ρωτά είντα θέλει και τ’ Ανωγειανάκι του λέει:
- Βασό, έεις μπίλιες;
- Όι, μωρέ, δεν έω.
- Βολάκια;
- Όι.
- Σούρους;
- Όι.
- Μπιστουλάκια;
- Όι.
Τ’ Ανωγειανάκι τότες του λέει αγαναχτισμένο:
- Ανάλεμά σε Βασό, απού δε φέρνεις μπίλιες, βολάκια, σούρους, μπιστολάκια, μόνο φέρνεις φρίσσες και βρομοψαρογάρους κι εβρόμεσες το χωριό.

 

 

Ένα κοπέλι σ’ ένα χωριό επέτα πέτρες σ’ όποιον επέρνα από το σπίτι τους και οι γονέοι ντου εκαμαρώνανε για τις επιδόσεις του.
Μιαν ημέρα που πέρασε ο αγροτικός γιατρός του ‘παιξε μια και την έφαε στο σταυρό του κουτέλου.
Ο μικρός δράστης εκαβαλίκεψε ένα τράφο κι εχάθηκε.
Ο γιατρός ολοματωβούρωτος έτρεξε να βρει τον πατέρα του, να διαμαρτυρηθεί.
- Κοιτάξτε, σας παρακαλώ, πώς μ’ έκανε ο γιός σας, είπε με αγανάκτηση.
Κι ο φρισσονούσης πατέρας γελώντας:
- Είδες, γιατρέ, είδε το μπάσταρδο ντρέτα που τσι πάει!!!

 

 

Από μια συκιά που ήτανε στο γύρο του δρόμου επερνούσε μια φορά ένας άνθρωπος και είδε τα σύκα και τα ζήλεψε. Έλα σου δα που ήτανε ψηλή η συκιά και δεν ήφτανε να κόψει.
Εσταμάτησε κι αυτός το γάιδαρο ακριβώς κάτω από τη συκιά και προσεκτικά προσεκτικά εστάθηκε ορθός στο σωμάρι επάνω κι έκοβε κι έτρωγε. Η ψυχή του έτρεμε, καθώς επροσπαθούσε να κρατεί την ισορροπία επάνω στο σωμάρι να μην πέσει.
Μια στιγμή λέει με το νου του:
- Ανέν περάσει εδά κιανείς και πει του γαϊδάρου «σε», εχάθηκα ο κακομοίρης.
Αλλά εξεχάστηκε και είπε δυνατά το «σε» και το άκουσε ο γάιδαρος και μεταπατεί και τονε ρίχνει κάτω.

 

Στ’ αμπελοσκάμματα ένα μεσημέρι εκάτσανε να φάνε πεντέξε ανομάτοι που εσκάφτανε ένα-ν-αμπέλι. Το φαϊ ήτονε ψάρι τηγανιστό-χανοί-και αγριολάχανα βραστά. Όλοι ετρώγανε πότε ψάρι και πότε λάχανα. Μαζί ντως όμως ήτονε κι ένα ντελικανιδάκι που ήτρωε μόνο ψάρι. Οντε-ν-εποτρώγανε μπλιό το πήρε μυρωδιά ο Μπρόκας και κάνει των αλλωνώ:

Καλά μας εκατάφερε τούτο το παλληκάρι
να τρώμ’ εμείς τα λάχανα κι αυτό να τρώει ψάρι…

 

 

Ούτε ευγένεια, ούτε διακριτικότητα είχε ο άνθρωπος της ιστορίας μας. Περίεργος, αδιάκριτος, εντελώς αγενής έφτασε στο σημείο να σταθεί πάνω από κείνον που έγραφε μια επιστολή και να διαβάζει τα γραφόμενα. Εκεί στο καφενείο του χωριού του. Ο άλλος σ’ ένα επιστολόχαρτο έγραφε, σκυμμένος στο μικρό τραπεζάκι. Ο ταχυδρόμος θα περνούσε σε λίγο κι έπρεπε να προλάβει. Σκεφτόταν κι έγραφε, έγραφε…

Οπότε αντιλήφθηκε το θρασύ χωριανό του. Δεν του ‘φευγε λέξη. Έσκυβε απ’ τη μια μεριά, ύστερα απ’ την άλλη και διάβαζε. Ο άλλος περίμενε. Λέει με το νου του: «Θα σταματήσει. Αφού κατάλαβε πως τον βλέπω δεν μπορεί να συνεχίσει το περίεργο έργο του».

Μα κείνος τίποτα. Εξακολουθούσε να διαβάζει με κάθε λεπτομέρεια το γράμμα του. Τι να κάνει τότε εκείνος; Να τον διώξει; Να τον βρίσει; Να χειροδικήσει πάνω του; Να σηκωθεί και να τον απομακρύνει; Έκανε κάτι άλλο και ο περίεργος, μάλλον ο αδιάκριτος έφυγε αμέσως ντροπιασμένος. Έγραψε στη συνέχεια: «Αγαπητέ μου, δε μπορώ να συνεχίσω την επιστολή μου γιατί από πάνω μου στέκεται και διαβάζει ένα γαϊδούρι»!

 

 

Μια κοπελοπούλα επήγε υπηρέτρια στη χώρα. Δεν ήκατσε σωστές δέκα μέρες κι εγιάγειρε προπαταριά στο χωριό.
«Αυτοί δεν εθέλανε υπηρέτρια. Δούλα εθέλανε να τως εκάνει τσι δουλειές» ήλεγε αγαναχτισμένη.
Κατακοντίς, ήτονε τ’ Αγίου Αντρέα, που κάνουνε παναγύρι στσι Παρανύφους κι εξεκίνησε κι αυτή μ’ άλλες κοπελοπούλες να πάει. Σ’ όλο το δρόμο τως αρμήνευε:
«Διάτε. Εδά που θα φτάξομε να μη με λέτε Αυγωνιά, γιατί ‘ναι πολλά χωριάτικο όνομα. Να με λέτε δεσποινίς Τζένη, που με λέγανε και στη χώρα, οντεν ήμουνε υπηρέτρια. Να δούνε κι οι Παρανυφιανοί πως είμαστε πορισμένες. Να μας εμπεγιεντίσουνε!».
Εφτάξανε στο παναγύρι και οι άλλες κοπελιές εγυρεύγανε αφορμή να πούνε το «δεσποινίς Τζένη» να δούνε όλοι πως είναι εξευγενισμένες. Την αφορμή την εβρήκανε σ’ ένα τραπέζι που τσι προσκαλέσανε. Σηκώνεται μια απάνω και φωνάζει δυνατά για να τ’ ακούσουνε όλοι:
«Δεσποινίς Τζένη, δεσποινίς Τζένη, μη φας άλλο γαρδούμι, γιατί θα τσιλαστείς!».

 

 

Ένας συνοροπαντρεμένος, ήλεγε τση γυναίκας του.
«Οντέ μας επροξενεύανε, για να σιβαστώ να σε πάρω μου ‘ταξε ο κύρης σου πενήντα πρόβατα. Δε θαλά περνούσαμε πια καλά, ανέ μας τα ‘δινε κιόλας;».
«Να μας τα δώσει θέλει», του λέει η γυναίκα του, «μόνο σώπα. Οπέρυσις μας ήδωκε δέκα, οφέτος μας ήδωκε πέντε… Λίγα-λίγα θα μας τα δώσει όλα».
«Ναι», τση λέει κι αυτός, «μα εγώ σε πήρα μια και όξω. Δε σε πήρα λίγη-λίγη!».

 

 

Στην Κρήτη η ζωοκλοπή έχει αναγορευτεί σε επιστήμη. Πολλοί κλέφτουνε σε επιχειρηματική βάση και είναι οργανωμένοι σε κυκλώματα. Αυτοί είναι οι επιστήμονες και είναι οι πιο επικίνδυνοι. Οι άλλοι κλέφτουνε μεταξύ τους ένα οζό και το μαγεροτσικαλιάζουνε μονοβραδίς και το τρώνε και δεν παίρνει κανείς χαμπάρι. Αυτοί είναι οι ερασιτέχνες. Μόνο που άμα κάμουνε ύστερα παρέα και πιούνε μερικές, λένε τα κατορθώματά τους και πολλές φορές τα βγάνουνε μόνοι τους στη φόρα.
Μια φορά εκλέψανε δυο πρόβατα ενούς Γεργιανού (Γέργερη Ηρακλείου) κι είχε μεγάλο καημό, γιατί είχε μόνο αυτά τα δυο κι έπινε το γάλα. Ύστερα από μερικούς μήνες που κάνανε ρεφενέ στο καφενείο ένα συκώτι και μερικά γαρδούμια και τα πίνανε, κι ήτανε κι ο παθών μαζί τους, τονε ρώτηξε ένας από την παρέα:
- Μα πόσα ήτανε τα πρόβατα που είχες, μωρέ Γιώργη;
Λέει: «Δυό».
- Ααα!... γιατί εγώ εθάρρουνα πως ήτανε τρία κι εγύρευγα μια ώρα να βρω το άλλο!...

 

Για να πειράξουνε μια παρέα κυνηγούς που δεν κατόρθωσαν να σκοτώσουν ένα λαγό τους έβγαλαν σατυρικές μαντινάδες που περιγράφανε όλο το περιστατικό. Επειδή έχουν περάσει αρκετά χρόνια δεν έγινε δυνατό να μάθω ποιος ήταν ο δημιουργός αυτής της ωραίας σάτιρας. Πιθανόν να ήταν κάτοικος του Νιπιδιτού, χωριό που έχει ιστορία στη σάτιρα και βρίσκεται κοντά στα χωριά Αυλή και Κασσάνους Ηρακλείου (Δήμου Αρκαλοχωρίου).
Τρεις Κασσανιώτες ήτανε και τέσσερις Αυλιώτες,
απού μονοφτυλιάσανε ενός λαγού τσι πρώτες.
Παίζουνε και τσι δεύτερες σκάγι ο λαγός δεν πιάνει,
και τάξε πως εκάνανε πόλεμο στο Μπιζάνι.
Φαίνεται να ‘χε ο λαγός χρόνους να ζει στα πλάγια,
γι’ αυτό και δεν τον πιάσανε των κυνηγώ τα σκάγια.

 

Απολπίστηκενε η κακομοίρα η κερά-Λένη, να περιμένει το λεωφορείο από το Πέραμα να πάει για το Ρέθεμνος. Κι απίς είδενε κι απόειδενε, μπαίνει μπάρε μου σ’ ένα ν-ταξί και του λέει:
- Πήγαινε με, παιδί μου, στο Ρέθεμνος.
Ως εφτάξανε στον Άγνωστο Στρατιώτη, σταματά ο ταξιτζής, κατεβαίνει η κερά-Λένη και κάνει ετσέ και δίνει του ταξιτζή ένα δίφραγκο.
- Είντα ‘ναι τούτονέ, θειά, ένα εικοσάρικο θέλω, λέει ο ταξιτζής.
- Δε ντρέπεσαι, μωρέ μπαταξή, του λέει αγαναχτισμένη η γραι, κοτζάμου λεωφορείο μού παίρνει ένα δίφραγκο και συ, μωρέ, μια χεσέ αυτοκίνητο θέλεις εικοσάρικο.

 

Στον παπα-Γιάννη, τον παπά του Συκολόγου, παραπονιέται ο Χαραλαμπάκης από το Καλάμι.
- Παπά-Γιάννη, οντέ με στεφάνωσε ο παπα-Γρηγόρης, έκαμε ένα λάθος. Αντί να πει «ευλόγησον τον οίνον τούτον», είπε «ευλόγησον τον όνον τούτον».
Κι ο παπά-Γιάννης γελώντας:
- Αν είπε έτσι, τότε κάνει για τσαμπάζης*!!!

Οπέρισις, προπέρισις γροικάτε είντα παθαίνω,
είχα ελίγα χρήματα στη Μεσαρά και μπαίνω.
Πρώτο χωργιό π’ αντάμωσα ήτανε τ’ Αραπάκι,
κι επρόβαλε μνια κοπελιά σ’ ένα παραθυράκι.
Ώσπου να τη καλαστραφτώ, στην πόρτα κατεβαίνει,
πρώτη φορά που σμίξαμε την είχα φιλημένη.
Από τη χέρα μ’ άρπαξε ντελόγο ξεκινούμε
και βγήκαμε εις τον οντά τα πάθη μας να πούμε.
Όμως κι οι δυο γροικήσαμε την πόρτα να κτυπούνε.
Πάνω που κουβεντιάζαμε του έρωντα τα πάθη
από τα πόδια θάρρεψα οντάς ότι εχάθη.
- Είντα ‘ναι οι χτύποι στον οντά ποιόν έχεις σκύλα μέσα,
εδά θα σου τα δείξω ‘γω ετούτανα τα βέρσα.
Τη γειτονιά ξεσμίλιωσε και ούλοι αγλακούνε
ο γεις γροθιά, άλλος λαχτιά, εμένα να χτυπούνε.
Αγλάκανε κι ένας κουτσός και κράτιε μια μαχαίρα
και μου ‘δωκε μνια μαχαιργιά εις τη ζερβή μου χέρα.
Εγλάκισε κι ένας στραβός και κράτιε μνια χουρχούδα
και μου ‘παιξε μνια χουρχουδιά στση κεφαλής την ντρούλα.
Εξήντα δυο τσι μέτρουνα κι ήτανε έως τώρα
μα η χουρχουδιά στην κεφαλή μου τα ‘χασενε ούλα.

 

Έξω από ένα καφενείο στω Χανιώ την Πόρτα στο Ηράκλειο πίνουνε τον καφέ τους δυο Ανωγειανοί. Στην ώρα απάνω επερνούσε ένας παπάς κοντοχωριανός τους που παραπατούσε τον έναν του πόδα και τους καλημέρισε.
- Είντα, μπρε, έχεις και κουτσαίνεις; του λένε.
- Στο μπιντέ απάνω, επάτησα κι εγλίστριξα κι έπεσα κι έσπασα το γόνατό μου.
Μετά που έφυγε ο παπάς, λέει ο ένας του αλλουνού:
- Είντα, μπρε, είναι εκειοσάς ο μπιντές;
Λέει: «Κατέω ‘γω; Εγώ ‘χω δα δεκαπέντε χρόνους να πάω στην εκκλησία».

 

Ποδόσφαιρο εβλέπανε στο σπίτι στην τηλεόραση κι αναγκάστηκε η κακομοίρα του Σκαρμουτσοσταύρο η αδελφή να θωρεί θέλοντας και μη κι αυτή. Κάποια στιγμή ετρέξανε απάνω στην μπάλα εφτά ποδοσφαιριστές κι επαναστάτησε η μαύρη.
- Άδικο να σάσε λάχει, δεν πάτε ν’ αγοράσετε πέντε’ έξι μπάλες, μόνο συνορίζεστε μια τοσοινά νομάτοι!!
 

Σ’ ένα χωριό εξεμολογούσε ο παπάς κι είχανε μαζευτεί πολλές γυναίκες στην αυλή της εκκλησίας. Ανάμεσα τους και δυο γειτόνισσες, που είχαν μαλώσει από καιρό και δεν ήθελε να δει η μια την άλλη ούτε στ’ όνειρό της.
Επηγαίνανε απάνω κάτω και προσπαθούσανε να μη συναντηθούνε. Μια στιγμή όμως η πιο ζόρικη άρχισε να μουρμουρίζει και στο τέλος εξέσπασε:
- Γιάε άθρωπος!... Η ξεμολογιά μόνο σου λείφτεται!... Να τα πεις θες, μωρή, όλα του παπά; Κοντό, Θε μου, και δε ντρέπεσαι!...
Η άλλη επήγαινε άκρα άκρα κι έσφιγγε τα χείλια της και προσπαθούσε να μη μιλήσει. Δεν ήταν ούτε η ώρα ούτε ο τόπος κατάλληλος να μαλώνουν. Αλλά η πρώτη ήτανε πραγματικός πειρασμός και η γλώσσα της δεν έλεγε να σταματήσει. Στο τέλος, έχασε κι αυτή την υπομονή της και της λέει:
- Άσε, μωρή, να ξεμολοηθώ πρώτα κι ύστερα θα σου πω εγώ!
 

Το Θραψανό είναι ένα μεγάλο χωριό του Νομού Ηρακλείου και έχει μια παμπάλαιη παράδοση στην αγγειοπλαστική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Και όχι μόνο που έφτιαχναν σταμνιά, πιθάρια, τσικάλια και άλλα πήλινα χρειαζούμενα, αλλά εγύριζαν και τα πουλούσαν μόνοι τους.
Λένε πως άμα ξεκινούσε το πρωί ο Θραψανιώτης για τη στραθιά, εφόρτωνε τα σταμνιά στο γάιδαρο και έκανε πρώτα το γύρο της γειτονιάς και ξαναπερνούσε πάλι από την πόρτα του σπιτιού του, που τονε περίμενε εκεί η γυναίκα του και λέγανε περίπου τα εξής:

-Πόσο τα πουλείς, κουμπάρε, τα σταμνιά;
-Δέκα φράγκα, κουμπάρισσα, της έλεγε.
-Δεν κάνει μόνο εννιά;
-Όχι, δέκα θέλω.
Ο διάλογος αυτός είχε το λόγο του, γιατί έφευγε μετά ο Θραψανιώτης για τη βόλτα και ολημέρα έκανε τον ίδιο διάλογο σε όποιο χωριό και να πήγαινε. Τα παζάρια τότε ήταν πολύ συνηθισμένα.
- Πόσο τα δίδεις, κουμπάρε, τα σταμνιά; του λέγανε.
- Δέκα φράγκα.
- Να σου δώσω οχτώ να πάρω ένα;
Λέει: «Όχι. Ντα εννιά μου δώκανε στην πόρτα μου απόξω και δεν τα ‘δωκα». Και εννοούσε το διάλογο με τη γυναίκα του. Και ορκιζότανε στο Χριστό και στην Παναγία.
Αυτό το έκανε, για να μην ορκίζεται ψεύτικα. Γιατί ολημέρα έπαιρνε χίλιους δυο όρκους, ίσαμε να ξεπουλήσει. Κι ο Κρητικός τότε, αλλά και τώρα δε θέλει για κανένα λόγο να μπαίνει στον όρκο, πολύ περισσότερο άμα ο όρκος είναι ψεύτικος.
Με τον παραπάνω όμως τρόπο ο Θραψανιώτης ήταν εντάξει και με τους ανθρώπους και με τον εαυτό του.

 

- Ε, θεια, είντα ‘χεις καλλιά ένα μ-παξιμάδι γη ένα γέρο;
Ρωτά ένας ανηψός τη θεία ν-του, για να τηνε χορατέψει.
Κι εκείνη γεμάτη στενοχώργια και παράπονο γυρίζει και του λέει:
- Όφου, παιδί μου… είντα έχω ‘γω η κακομοίρα αδόδια για παξιμάδι;

 

Αρρώστησε στο χωριό ένας γέρος κι έπεσε του θανατά στο κρεβάτι. Βήχας, πουρετός, παραμιλητά.
Πάει μια γειτόνισσα ν α δει τον άρρωστο και τονέ λυπήθηκε τον κακομοίρη. Και λέει τση γυναίκας του:
- Γιάντα, μπρε γειτόνισσα, δεν τονε πάτε στου γιατρού; Κρίμας δεν είναι να τον αφήσετε να ποθάνει;
- Ανέ ζει ίσαμε τη Δευτέρα, έχομε σκέδιο να τονε πάμε στη Χώρα.

 

Στο πέρα πλάι ‘τανε ο Μιχελής και του φωνιάζει ο αδερφός του από το πόδε.
- Μιχελή, μωρέ ‘συ Μιχελή, σάλευγε μωρέ κι απόθανε ο αδερφός μας.
Κι ο Μιχελής σομπιτεβίς παράουρος ο κακομοίρης, να φανταστείς εδά πως τον έτρωγεν ο ζερβός του ώμος κι αυτός έξινενε το δεξό, απηλογάται τ’ αδερφού ν-του:
- Και ποιος μωρέ από τση δυο απόθανενε, εσύ γη ο άλλος;
- Όϊ μωρέ, ο άλλος απόθανενε, είντα εγώ ‘μουνε στη χώρα… απαντά κι ο άλλος πλιά ξύπνιος.

 

Η γριά είχε εγγόνια κι όμως ήθελε παντρειά. Μια μέρα πήγε ο γιος της στην κηδεία μιας συγγένισσάς των, γριάς και κείνης, σε μακρινό χωριό. Άμα γύρισε τονε ρώτησε η μητέρα του.
- Κι είντα ‘χενε γιε μου η θειά σου που τηνε θάψατε;
- Παντρειά γύρευγε κι επόθανε.
Έμεινε μια στιγμή συλλογισμένη η γριά κι έπειτα του λέει:
- Παρά λίγο να πάθω κι εγώ το ίδιο γιε μου…

 

Όλοι οι κυνηγοί πολύ ή λίγο λένε ψευτιές, αλλά ο Μανώλης ο Ανετάκης ή Παντελόνης (παρατσούκλι) από το Θραψανό τους ξεπερνούσε όλους. Και κάθε βράδυ που πήγαινε στο καφενείο, εμαζευόντανε γύρω γύρω όλοι και τον αρωτούσαν για τα κατορθώματα της ημέρας.
Κι ένα βράδυ τονε ρώτηξε ένας χωριανός του:
- Πώς επήγε σήμερο, Μανώλη, το κυνήγι;
Και του λέει:
- Καλάαα!.. Σήμερο ήμουνε όλο τύχη!.. Σήμερο επήα στα περβόλια κι εγύρευγα πουλιά. Κι εκειά που πήγαινα, θωρώ μιαν τσίχλα απάνω σε μια λεμονιά. Τση ξαμώνω και τη ρίχνω κάτω. Αλλά επήρανε φωθιά τα σφιλάτσα κι επέσανε στη λεμονιά αποκάτω κι επήρανε φωθιά τα ξερά φύλλα τση λεμονιάς και πέφτει απάνω στη φωθιά η τσίχλα κι εψήνουντανε. Κι είχε τρυπήσει κι ένα λεμόνι με τ’ ασκάγια κι ήστασε το λεμόνι απάνω στην τσίχλα. Κι ετσά που γύρευγα την τσίχλα, τη βρίσκω έτοιμη, ψημένη κι ήκατσα και την ήφαγα. Μόνο που δεν είχα κρασί στο σακούλι.

 

Ο συχωρεμένος ο Αντρουλοκωσταντής, ερρώστησε μια βολά και δεν ήλεγε να σκωθεί από το κρεβάτι.
  Ως τονε περιποιούντονε η κερά ντου, είδε πως επαραμίλιε και τονε ρώτηξε.
- Ίντα λες μπρε άντρα μου; Θες πράμα;
- Σώπα κερά, γιατί τάσσω του Αγίου, είπε αυτός.
   Σε καμπόση ώρα πάλι επαραμίλιε ο Κωσταντής.
- Θες πράμα βραστάρι να σου κάμω μπρε; Εξαναρώτηξε η κερά.
- Σώπα να χαρείς γιατί τάσσω τ’ Αγίου.
 
Επεράσανε οι μέρες, επήρε ανάκαρα ο Κωσταντής, εσκώθηκε από το κρεβάτι και η κερά ντου εθυμήθηκε τα παραμιλητά.
- Πε μου μα το Θεό σου μπρε Κωσταντή, ίντά ‘τασσες τ’ Αγίου, ερώτηξε.
- Ήταξα μπρε γυναίκα 20 αρνιά στη χάρη ντου, μια φοράδα καψαλή και 20 γουλίδια τυρί.
   Πάει τα ‘χασε ο άντρας μου! Εσκέφτουντο η κερά.
- Ώφου Κωσταντή μου και πώς δα ξεπλερώσεις τέθοιο τάξιμο απού δεν έχομε μήτε αρνιά, μήτε φοράδα, μήτε τυριά!
- Μη στενοχωράσαι κερά, απηλοήθηκε αυτός. Ανέν τα ‘χαμε να ‘κλαιγες!


Στην Αθήνα είχε πάει μια φορά ένας γέρος από το χωριό του να δει τα παιδιά του και μιαν ημέρα που περίμενε στη στάση, επέρασε ένα διώροφο λεωφορείο που ήτανε γεμάτο στο ισόγειο.
- Ανέβα επάνω, του λέει ο οδηγός, που έχει τόπο να καθίσεις.
   Ο γέρος εβγήκε, αλλά εκατέβηκε αμέσως, γιατί δεν είδε κανένα άλλο εκεί.
- Στάσου να κατεβώ, γιατί δεν έχει οδηγό και θα γκρεμιστούμε ποθές.


Παλιούς καιρούς που τα Ευρωπαϊκά νομίσματα δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με το αμερικάνικο δολλάριο, το Ελληνικό Ραδιόφωνο, αφιέρωνε αρκετό χρόνο στη διαμάχη αυτή.
   Αφού άκουσε ο Πώλος ειδήσεις στο καφενείο του χωριού, πήρε απάνω τα βουνά για το μιτάτο. Στο δρόμο, αντάμωσε το Σήφη το Σφακιανό, που γυρνούσε στο χωριό.
- Είντα νέα, Πώλο;
- Έβαλέν τα, Σήφη, η Ευρώπη με την Αμερική.
- Και τα ‘βαλε και με την Ελλάδα; ρώτησε με βιάση ο Σήφης.
- Ε, αφού, Σήφη, είμαστε στην Ευρώπη τα ‘βαλε και με την Ελλάδα.
- Και τα ‘βαλε και με την Κρήτη; Λέγε μωρέ!
- Ε, αφού η Κρήτη είναι στην Ελλάδα, η Ελλάδα στην Ευρώπη τα ‘βαλε και με την Κρήτη.
- Λέτε μωρέ γερά – γερά. Τα ‘βαλε και με τα Χανιά;
- Αφού τα Χανιά είναι στην Κρήτη, η Κρήτη στην Ελλάδα, η Ελλάδα στην Ευρώπη, εσύ είντα λές;
- Μη μου πεις μωρέ πως τα ‘βαλε και με τα Σφακιά
- Άκου κουβέντες. Αφού τα Σφακιά είναι στα Χανιά, τα Χανιά στην Κρήτη, η Κρήτη στην Ελλάδα, η Ελλάδα στην Ευρώπη, τα ‘βαλε και με τα Σφακιά.
- Εδά έφαε τη κεφαλή τζη η Αμερική, ανακουφίστηκε επιτέλους ο Σήφης.


Μια φορά εβγήκανε τρεις Καστρινοί στο κυνήγι κι είχανε περπατήσει ώρες πολλές και δεν είχανε βρει ούτε πουλί. Από ‘να ρυάκι μέσα εβγάλανε ένα λαγό κι αδειάσανε και οι τρεις τα τουφέκια τους, αλλά ο λαγός τους έφυγε. Πιο πάνω έσπερνε ένας γέρος με δυο αηλιές κι άκουσε τις μπαλωθιές κι είδε και το λαγό που έτρεχε ανελωμένος προς το βουνό.
Σε λίγη ώρα οι κυνηγοί εσιμώσανε στην άκρα του χωράφου κι ο ένας ερώτηξε το ζευγά:
- Μπα ν-επέρασε, κουμπάρε, από παέ κανένας λαγός;
- Ύστερα που εμπαλωτοκοπούσετε στο ρυάκι επέρασε άκρα άκρα του χωράφου ένας ασερνικός κι επήγαινε οθέ απάνω.
- Και πού το κατάλαβες πως ήτανε ασερνικός;
- Είπε-νε μου, ανέ δεις τρεις Καστρινούς να με γυρεύγουνε, να τωσε πεις πως τσι γράφω στα… παπούτσια μου.


Αποσώνει ένας διψασμένος πεζοπόρος στα νερά στην Αργυρούπολη και ρωτά έναν απου είχενε πάει να ποτίσει τα οζά ντου:
- Κουμπάρε, από πού μπορώ να πιώ νερό;
Κι ο άλλος απαντά:
- Από κιε πίνει το βούι κι από κιε πίνει ο γάϊδαρος, εσύ του λόγου σου πιέ απ' όπου θες.
 

Ο ποταμός τονε παρέσυρε και κάποιος έτρεξε να τονε σώσει
- Δώσε μου τη χέρα σου!
- Δε σου τη δίδω. Όλο δώσε-δώσε, ας με πάρει ο διάολος!
- Πάρε τη χέρα μου!
- Αυτό διαφέρει!


Έσκαφτε τ' αμπέλι ντου ο Νικολής και κατά το μεσημέρι έκατσε απού κάτω απ' ένα δρυ. Ξαπλωμένος εξάνοιγε τα βελανίδια και ... εφιλοσοφούσε.
- Τα πάντα, λέει, εν σοφία εποίησε! Κι αμέ! Κρίμας το δεντρό να κάνει εστόσονά μικρά βελανίδια και η καρπουζά να κάνει μεγάλες τσι καρπούζες!
Εσηκώθηκε να φύγει αφού εξεκουράστηκε και.... ένα βελανίδι που εξεκακαρώθηκε από ψηλά, κατεβαίνοντας με μεγάλη ταχύτητα, εχτύπησε το Νικολή στο καπατσινέλι τσι κεφαλής.
- Ωχ, έκαμε και κοίταξε τα ίσα απάνω. Σα δεν ήτονε καρπούζα !!!


Πάνε μια βολά έναν αγρότη στο Αγορανομείο επειδή εξετζένωσε ο γάϊδαρός του και ήφαε ένα ξένο μουρέλο. Ρωτά τονε ο πρόεδρος:
- Είναι αλήθεια κατηγορούμενε πως εξετζένωσε ο γάϊδαρός σου και ήφαε ένα ξένο μουρέλο;
Και ο κατηγορούμενος απαντά:
- Πες κύριε Πρόεδρε πως είσαι εσύ ο γάϊδαρος. Σ' έχω δεμένο και καλά καζηκωμένο. Και τανίζεσαι και ξεκαζηκώνεσαι και πας στα ξένα μουρέλα. Είντα; Φταίω 'γω ή εσύ ο γάϊδαρος απού καμες τη ζημιά!


- Μπάρμπα, το τσιγάρο είναι  αργός θάνατος, λέει κάποιος σ' ένα βοσκό του Ψηλορείτη.
- Γιάντα, του απαντά, ποιός σού 'πε πως θέλω εγώ να ποθάνω ογλήγορα!

 

Έπαιξε διπλοκάμπανο, άκουσε το Ρηνιώ και φουριόζα παριτά τσι δουλειές του σπιθιού και αρχίνιξε να ντύνεται για να πάει στο μοναστήρι. Ως έδενε το καρτσοβάσταγό τζη μπήχνει και τη φωνή:
- Πάω στο μοναστήρι, Μανούσο, μόνο φοβέρισε το μερί το κρέας απού 'ναι στο τσιγκέλι, για θα το φτύσουν οι μύγες.
Πιάνει ο Μανούσος μιαν αλευροσακούλα, κουκουλώνεταί τηνε, σιμώνει του κρεάτου κι αρχίνιξε να του κάνει:
- Ου...ου... ου!
Ακούει το Ρηνιώ πάει, θεωρεί ντονε λέει ντου:
- Είντα κάνεις εκειά, μα το Θεό σου.
- Είντα δε μου ΄πες να φοβερίσω το κρέας;
- Κουρέματά σου στο νου. Με τη φωθιά, ζάβαλε, όϊ με το ου... ου!
 

Σε μια σκάλα είναι ανεβασμένος ένα πρωί ο Νικηφόρος και μερεμετίζει το σπίτι, όταν περνά ένας συχωριανός που δείχνει να 'χει όρεξη για αστεία.
- Νικηφόρο, του λέει, να πέσεις θες από τη σκάλα και δε με νοιάζει πως θα σκοτωθείς, μόνο ανέ χτυπήσει η κεφαλή σου χάμε, θα ανοίξει και θα γεμίσει ο τόπος άχερα!
Εγέλασε ο Νικηφόρος και αποκρίθηκε:
- Ακόμα δεν εξημέρωσε μπρε, κι έχεις το νου σου στο φαϊ!!!
 

- Μα καλά, ερώτηξενε μετά τσ' εκλογές ο μπαρμπα Δημητρός, πως διάολο εβγήκενε Βουλευτής ο Κουρούπης;
- Εγώ δα σου πω Δημητρό, απηλοήθηκε ένας τση παρέας. Όσοι τον εγνωρίζανε καλά, εψηφίσανε τον Ανεμογιάνη. Όσοι πάλι εγνωρίζανε καλά τον Ανεμογιάνη εψηφίσανε το Κουρούπη.
Σάϊκα ο Ανεμογιάνης έχει πλειά πολλές γνωριμίες!
 

Επέρνα την πλατεία του χωριού ντου ο Ανέστης κι εβάστα στη χέρα ντου τη λύρα.
- Κοπέλια, λέει ένας από τη παρέα του καφενείου. Ο Ροδινός του χωριού μας περνά μόνο σηκωθείτε να χορέψομε.
- Ναι μωρέ, ο Ροδινός του χωριού είμαι, απαντά ο Ανέστης, αφού κάνω και τσοι γαϊδάρους να θέλουνε χορό!


Το γιατρό του χωριού ερώτηξε μια μωρομάνα:
- Και δε μου λες κύριε γιατρέ εδά που 'ποκόβγω το κοπέλι από το γάλα, ίντα να του δίνω να τρώει;
- Γάλα του κουτιού, σιμιγδάλι και χυμούς φρούτων.
- Να το 'ποκόψω κοντό κι από τα τσιγαριστά κύριε γιατρέ;
   Κόκκαλο επόμεινε ο επιστήμονας.

 

O κουμπάρος από τη Χώρα (Ηράκλειο) έχει αγανακτήσει με τα μεταλλαγμένα τρόφιμα που αγοράζει κι αποφασίζει να πάει στον Ψηλορείτη, στη μάντρα του συντέκνου ντου να πάρει μερικά γουλίδια τυρί που δεν είναι μεταλλαγμένα. Μπαίνει στη μάντρα και χαιρετά το σύντεκνο.
- Γειά σου σύντεκνε.
- Μωρέ καλώς τονε το σύντεκνο. Ποια στράτα σε 'φερε στα ψηλά.
- Ήρθα να μου δώσεις μερικά γουλίδια τυρί να μην τρώνε τα κοπέλια μου τα μεταλλαγμένα που φέρνουν τον καρκίνο.
- Να σου δώσω σύντεκνε όσα θες, μα ν' ανημένεις να πάω στο μιτάτο.
- Να φέρεις τα τυριά;
- Όϊ ν' αρμέξω τα πρόβατα.


Σ' ένα γλέντι, κάποια κοπελιά όλο σκέρτσο και νάζι επίμονα ζητούσε απ' το λυράρη, τον Μιχαλιό, να της βγάλει μια μαντινάδα.
   Σε μια στιγμή που του 'ρθε η έμπνευση άρχισε:
Καλή, 'σαι συ, καλή 'σαι συ, καλή 'σαι, καλή 'σαι…
  
Oι αντιδράσεις της νέας που γελοχαχάριζε, δεν είχανε τίποτα από τις αντιδράσεις μιας σεμνής κοπελιάς, πράμα που πείραξε το Μιχαλιό και που τον ανάγκασε στο δεύτερο μέρος τση μαντινάδας να τηνε ταπεινώσει:
   …μα κι από τσι καλύτερες, πολλά καλή δεν είσαι!!!
 

Και η κοιλιά με τ' άντερα μαλώνουνε καμιά φορά, αλλά ο Νικήτας με την Ερήνη, ένα καινούργιο αντρόγυνο, τα περνούσανε μέλι γάλα. Ήτανε το πιο αγαπημένο αντρόγυνο στο χωριό. Oύτε γκρίνες, ούτε καυγάδες, ούτε μαλώματα. Και μιαν ημέρα ερώτησε το Νικήτα ένας γείτονας:
- Μα πε μου, μπρε, στο Θεό σου πώς τα καταφέρνετε εσείς και δε γροικάται η άχνα σας;
    Λέει: "από 'σταν επαντρευτήκαμε εκάμαμε μια συμφωνία. Ίσαμε το μεσημέρι να κάνει η γυναίκα ό,τι θέλει κι από 'κεια κι ύστερα να κάνω εγώ ό,τι μου πει!.."
 

 Ο Κρητικός Συνταγματάρχης απευθύνεται στον επίσης Κρητικό στρατιώτη  Νίκο Ταβλά, που είναι μεν φιλότιμος και γενικά καλός στρατιώτης, αλλά αγαπά υπερβολικά τα οινοπνευματώδη:
- Μπρε συ Ταβλά… παραίτησε παιδί μου το πιοτό, να σε κάμω ντελόγο Λοχία…
- Δεν το παραιτώ κύριε Συνταγματάρχα, γιατί εγώ οντέ πίνω γίνομαι στρατηγός.
 

Σαντάλια επούλιε στσοι τουρίστες ο Γιαννάκος μα επειδή δεν εκάτεχε να μιλεί ξένα, ήγραφε στσοι μουστερήδες την τιμή, σ' ένα ψιχάλι χαρτί κι ετσά ήκανε τη δουλειά ντου.
   Μια πρωινή, επέρνα όξω από το παπουτσήδικο ο σωμαράς του χωριού ο Νικόλης, κι είδε το σκηνικό.
- Ε… Γιαννάκο, τόσουσάς χρόνους νταλαβερίζεσαι με τσοι ξένους κι ακόμη δεν ήμαθες τη γλώσσα ντως;
- Ντα τόσουσάς χρόνους απού ανεπιλεύεσαι τουλόγου σου με τσοι γαϊδάρους, ήμαθες την εδική ντως γλώσσα; τ' απηλοήθηκε κι ο Γιαννάκος!
 

Μια μέρα ξεκίνησε το Μανωλιό και πήγε στον παπά.
- Είντα θες Μανωλιό κι ήρθες ίσαμε επαέ;
- Να εξομολογηθώ θέλω γέροντα.
   Βάζει το πετραχήλι του ο παπάς, έβαλε και ευλογητός και μετά λέει στο Μανωλιό.
- Λέγε Μανωλιό.
   Άρχισε το Μανωλιό να λέει, να λέει και μια κοπανιά σταματά.
- Γιάντα σταμάτησες Μανωλιό;
- Επόπατα  γέροντα.
- Τότεσας Μανωλιό για πες μου, έχεις κλέψει καμνιά μ-προβάτα;
- Όϊ γέροντα.
- Μήπως έχεις κλέψει καμνιάν αίγα;
- Όϊ γέροντα.
- Τότεσας άμε στο καλό και είσαι συγχωρεμένος.
   Έφυγε το Μανωλιό και στη στράτα συνάντησε μια χωριανή ντου.
- Πού ήσουνα μωρέ Μανωλιό, το ρωτά.
- Στο παπά, Ανεζινιό.
- Κι είντα αλάϊση έκανες στον παπά;
- Εξομολογήθηκα Ανεζινιό.
- Κι είντα του ‘πες;
- Πολλά και διάφορα.
- Κι αυτός είντα σου ‘πε;
- Ερώτηξέ με Ανεζινιό ανέ ‘χω κλέψει καμνιά προβάτα γη καμνιάν αίγα. Εγώ του ‘πα, όϊ γέροντα. Ευτυχώς Ανεζινιό απού δε με ρώτηξε αν έχω κλέψει καμνιάν αελιά… ευτυχώς…
 

Έναν οχτάχρονο κοπέλι πεινά και το λέει τσ’ αδερφής του.
   Η αδερφή ντου τ’ απηλογάται:
- Έλα να σου βάλω να φας μα φασούλες έχω μαγερεμένες.
   Το κοπέλι, απού δεν αγάπα τσι φασούλες, τση λέει:
- Εγώ, μωρή, πεινώ, μα πεινώ τηγανιστές πατάτες!
 

Ένας καλοντυμένος με τα σκολινά ντου ντελικανής εκατέβαινε απ’ τ’ Ανώγεια κι επήαινεν οθε γ-κάτω. Απ’ αλάργο θωρεί μιαν όμορφη κοπελιά κι ανέβαινεν οθε ντο χωριό. Η κοπελιά ήρχουντον απ’ τ’ αμπέλι απού πήγε και τ’ απύριαζε. Σαν εσίμωσε, τση λέει ο άλλος:
- Πολλά όμορφη ‘σαι κοπελιά, μα ‘σαι απυριασμένη!
Εκείνη, δίψως να χάσει καιρό, τ’ αποκρίνεται:
- Εκάτεχά το πώς ‘θελα μου παντήξει η χολέρα!
 

 - Και δε μου λες παιδί μου Μιχελιό, ερώτηξε ο δάσκαλος. Σκολάς εδά, πας στο σπίτι, τηγανίζει η μάνα σου δυο αυγά, τρώει η γι’ αδελφή σου το ‘να, τρώει ο αδελφός σου τ’ άλλο. Ετουλόγου σου πόσα αυγά δα φας;
- Κατέχω τη ‘γω τη μοίρα μου δάσκαλε, κάνει το Μιχελιό. Με το τηγανόλαδο δα τη βγάλω πάλι ο κακομοίρης!