|
Ποδόσφαιρο εβλέπανε στο σπίτι στην τηλεόραση
κι αναγκάστηκε η κακομοίρα του
Σκαρμουτσοσταύρο η αδελφή να θωρεί θέλοντας
και μη κι αυτή. Κάποια στιγμή ετρέξανε απάνω
στην μπάλα εφτά ποδοσφαιριστές κι
επαναστάτησε η μαύρη.
- Άδικο να σάσε λάχει, δεν πάτε ν’ αγοράσετε
πέντε’ έξι μπάλες, μόνο συνορίζεστε μια
τοσοινά νομάτοι!!
Σ’
ένα χωριό εξεμολογούσε ο παπάς κι είχανε μαζευτεί πολλές
γυναίκες στην αυλή της εκκλησίας. Ανάμεσα τους και δυο
γειτόνισσες, που είχαν μαλώσει από καιρό και δεν ήθελε
να δει η μια την άλλη ούτε στ’ όνειρό της.
Επηγαίνανε απάνω κάτω και προσπαθούσανε να μη
συναντηθούνε. Μια στιγμή όμως η πιο ζόρικη άρχισε να
μουρμουρίζει και στο τέλος εξέσπασε:
- Γιάε άθρωπος!... Η ξεμολογιά μόνο σου λείφτεται!... Να
τα πεις θες, μωρή, όλα του παπά; Κοντό, Θε μου, και δε
ντρέπεσαι!...
Η άλλη επήγαινε άκρα άκρα κι έσφιγγε τα χείλια της και
προσπαθούσε να μη μιλήσει. Δεν ήταν ούτε η ώρα ούτε ο
τόπος κατάλληλος να μαλώνουν. Αλλά η πρώτη ήτανε
πραγματικός πειρασμός και η γλώσσα της δεν έλεγε να
σταματήσει. Στο τέλος, έχασε κι αυτή την υπομονή της και
της λέει:
- Άσε, μωρή, να ξεμολοηθώ πρώτα κι ύστερα θα σου πω εγώ!
Το Θραψανό είναι ένα μεγάλο χωριό του Νομού Ηρακλείου και
έχει μια παμπάλαιη παράδοση στην αγγειοπλαστική που συνεχίζεται
μέχρι σήμερα. Και όχι μόνο που έφτιαχναν σταμνιά, πιθάρια, τσικάλια
και άλλα πήλινα χρειαζούμενα, αλλά εγύριζαν και τα πουλούσαν μόνοι
τους.
Λένε πως άμα ξεκινούσε το πρωί ο Θραψανιώτης για τη στραθιά,
εφόρτωνε τα σταμνιά στο γάιδαρο και έκανε πρώτα το γύρο της
γειτονιάς και ξαναπερνούσε πάλι από την πόρτα του σπιτιού του, που
τονε περίμενε εκεί η γυναίκα του και λέγανε περίπου τα εξής:
-Πόσο τα πουλείς, κουμπάρε, τα σταμνιά;
-Δέκα φράγκα, κουμπάρισσα, της έλεγε.
-Δεν κάνει μόνο εννιά;
-Όχι, δέκα θέλω.
Ο διάλογος αυτός είχε το λόγο του, γιατί έφευγε μετά ο
Θραψανιώτης για τη βόλτα και ολημέρα έκανε τον ίδιο διάλογο σε όποιο
χωριό και να πήγαινε. Τα παζάρια τότε ήταν πολύ συνηθισμένα.
- Πόσο τα δίδεις, κουμπάρε, τα σταμνιά; του λέγανε.
- Δέκα φράγκα.
- Να σου δώσω οχτώ να πάρω ένα;
Λέει: «Όχι. Ντα εννιά μου δώκανε στην πόρτα μου απόξω και δεν τα ‘δωκα».
Και εννοούσε το διάλογο με τη γυναίκα του. Και ορκιζότανε στο Χριστό
και στην Παναγία.
Αυτό το έκανε, για να μην ορκίζεται ψεύτικα. Γιατί ολημέρα έπαιρνε
χίλιους δυο όρκους, ίσαμε να ξεπουλήσει. Κι ο Κρητικός τότε, αλλά
και τώρα δε θέλει για κανένα λόγο να μπαίνει στον όρκο, πολύ
περισσότερο άμα ο όρκος είναι ψεύτικος.
Με τον
παραπάνω όμως τρόπο ο Θραψανιώτης ήταν εντάξει και με τους ανθρώπους
και με τον εαυτό του.
- Ε, θεια, είντα ‘χεις καλλιά ένα μ-παξιμάδι γη ένα γέρο;
Ρωτά ένας ανηψός τη θεία ν-του, για να τηνε χορατέψει.
Κι εκείνη γεμάτη στενοχώργια και παράπονο γυρίζει και του λέει:
- Όφου, παιδί μου… είντα έχω ‘γω η κακομοίρα αδόδια για παξιμάδι;
Αρρώστησε στο χωριό ένας
γέρος κι έπεσε του θανατά στο κρεβάτι. Βήχας, πουρετός, παραμιλητά.
Πάει μια γειτόνισσα ν α δει τον άρρωστο και τονέ λυπήθηκε τον κακομοίρη. Και
λέει τση γυναίκας του:
- Γιάντα, μπρε γειτόνισσα, δεν τονε πάτε στου γιατρού; Κρίμας δεν είναι να τον
αφήσετε να ποθάνει;
- Ανέ ζει ίσαμε τη Δευτέρα, έχομε σκέδιο να τονε πάμε στη Χώρα.
Στο πέρα πλάι ‘τανε ο
Μιχελής και του φωνιάζει ο αδερφός του από το πόδε.
- Μιχελή, μωρέ ‘συ Μιχελή, σάλευγε μωρέ κι απόθανε ο αδερφός μας.
Κι ο Μιχελής σομπιτεβίς παράουρος ο κακομοίρης, να φανταστείς εδά πως τον
έτρωγεν ο ζερβός του ώμος κι αυτός έξινενε το δεξό, απηλογάται τ’ αδερφού ν-του:
- Και ποιος μωρέ από τση δυο απόθανενε, εσύ γη ο άλλος;
- Όϊ μωρέ, ο άλλος απόθανενε, είντα εγώ ‘μουνε στη χώρα… απαντά κι ο άλλος πλιά
ξύπνιος.
Η γριά είχε εγγόνια κι όμως ήθελε παντρειά. Μια μέρα πήγε ο
γιος της στην κηδεία μιας συγγένισσάς των, γριάς και κείνης, σε
μακρινό χωριό. Άμα γύρισε τονε ρώτησε η μητέρα του.
- Κι είντα ‘χενε γιε μου η θειά σου που τηνε θάψατε;
- Παντρειά γύρευγε κι επόθανε.
Έμεινε μια στιγμή συλλογισμένη η γριά κι έπειτα του λέει:
- Παρά λίγο να πάθω κι εγώ το ίδιο γιε μου…
Όλοι οι κυνηγοί πολύ ή λίγο λένε ψευτιές, αλλά ο Μανώλης ο
Ανετάκης ή Παντελόνης (παρατσούκλι) από το Θραψανό τους ξεπερνούσε
όλους. Και κάθε βράδυ που πήγαινε στο καφενείο, εμαζευόντανε γύρω
γύρω όλοι και τον αρωτούσαν για τα κατορθώματα της ημέρας.
Κι ένα βράδυ τονε ρώτηξε ένας χωριανός του:
- Πώς επήγε σήμερο, Μανώλη, το κυνήγι;
Και του λέει:
- Καλάαα!..
Σήμερο ήμουνε όλο τύχη!.. Σήμερο επήα στα περβόλια κι εγύρευγα
πουλιά. Κι εκειά που πήγαινα, θωρώ μιαν τσίχλα απάνω σε μια λεμονιά.
Τση ξαμώνω και τη ρίχνω κάτω. Αλλά επήρανε φωθιά τα σφιλάτσα κι
επέσανε στη λεμονιά αποκάτω κι επήρανε φωθιά τα ξερά φύλλα τση
λεμονιάς και πέφτει απάνω στη φωθιά η τσίχλα κι εψήνουντανε. Κι είχε
τρυπήσει κι ένα λεμόνι με τ’ ασκάγια κι ήστασε το λεμόνι απάνω στην
τσίχλα. Κι ετσά που γύρευγα την τσίχλα, τη βρίσκω έτοιμη, ψημένη κι
ήκατσα και την ήφαγα. Μόνο που δεν είχα κρασί στο σακούλι.
Ο συχωρεμένος ο Αντρουλοκωσταντής, ερρώστησε μια βολά και δεν ήλεγε
να σκωθεί από το κρεβάτι.
Ως τονε περιποιούντονε η κερά ντου, είδε
πως επαραμίλιε και τονε ρώτηξε.
- Ίντα λες μπρε άντρα μου; Θες πράμα;
- Σώπα κερά, γιατί τάσσω του Αγίου, είπε αυτός.
Σε καμπόση ώρα πάλι επαραμίλιε ο
Κωσταντής.
- Θες πράμα βραστάρι να σου κάμω μπρε; Εξαναρώτηξε η κερά.
- Σώπα να χαρείς γιατί τάσσω τ’ Αγίου.
Επεράσανε οι μέρες, επήρε ανάκαρα ο Κωσταντής, εσκώθηκε από το
κρεβάτι και η κερά ντου εθυμήθηκε τα παραμιλητά.
- Πε μου μα το Θεό σου μπρε Κωσταντή, ίντά ‘τασσες τ’ Αγίου, ερώτηξε.
- Ήταξα μπρε γυναίκα 20 αρνιά στη χάρη ντου, μια φοράδα καψαλή και 20
γουλίδια τυρί.
Πάει τα ‘χασε ο άντρας μου!
Εσκέφτουντο η κερά.
- Ώφου Κωσταντή μου και πώς δα ξεπλερώσεις τέθοιο τάξιμο απού δεν έχομε μήτε
αρνιά, μήτε φοράδα, μήτε τυριά!
- Μη στενοχωράσαι κερά, απηλοήθηκε αυτός. Ανέν τα ‘χαμε να ‘κλαιγες!
Στην Αθήνα είχε πάει
μια φορά ένας γέρος από το χωριό του να δει τα παιδιά του και μιαν ημέρα που
περίμενε στη στάση, επέρασε ένα διώροφο λεωφορείο που ήτανε γεμάτο στο
ισόγειο.
- Ανέβα επάνω, του λέει ο οδηγός, που έχει τόπο να καθίσεις.
Ο γέρος εβγήκε, αλλά εκατέβηκε
αμέσως, γιατί δεν είδε κανένα άλλο εκεί.
- Στάσου να κατεβώ, γιατί δεν έχει οδηγό και θα γκρεμιστούμε ποθές.
Παλιούς καιρούς που τα
Ευρωπαϊκά νομίσματα δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με το
αμερικάνικο δολλάριο, το Ελληνικό Ραδιόφωνο, αφιέρωνε αρκετό χρόνο στη
διαμάχη αυτή.
Αφού άκουσε ο Πώλος ειδήσεις στο καφενείο του χωριού, πήρε απάνω τα
βουνά για το μιτάτο. Στο δρόμο, αντάμωσε το Σήφη το Σφακιανό, που γυρνούσε
στο χωριό.
- Είντα νέα, Πώλο;
- Έβαλέν τα, Σήφη, η Ευρώπη με την Αμερική.
- Και τα ‘βαλε και με την Ελλάδα; ρώτησε με βιάση ο Σήφης.
- Ε, αφού, Σήφη, είμαστε στην Ευρώπη τα ‘βαλε και με την Ελλάδα.
- Και τα ‘βαλε και με την Κρήτη; Λέγε μωρέ!
- Ε, αφού η Κρήτη είναι στην Ελλάδα, η Ελλάδα στην Ευρώπη τα ‘βαλε και με
την Κρήτη.
- Λέτε μωρέ γερά – γερά. Τα ‘βαλε και με τα Χανιά;
- Αφού τα Χανιά είναι στην Κρήτη, η Κρήτη στην Ελλάδα, η Ελλάδα στην Ευρώπη,
εσύ είντα λές;
- Μη μου πεις μωρέ πως τα ‘βαλε και με τα Σφακιά
- Άκου κουβέντες. Αφού τα Σφακιά είναι στα Χανιά, τα Χανιά στην Κρήτη, η
Κρήτη στην Ελλάδα, η Ελλάδα στην Ευρώπη, τα ‘βαλε και με τα Σφακιά.
- Εδά έφαε τη κεφαλή τζη η Αμερική, ανακουφίστηκε επιτέλους ο Σήφης.
Μια φορά
εβγήκανε τρεις Καστρινοί στο κυνήγι κι είχανε περπατήσει ώρες πολλές
και δεν είχανε βρει ούτε πουλί. Από ‘να ρυάκι μέσα εβγάλανε ένα λαγό
κι αδειάσανε και οι τρεις τα τουφέκια τους, αλλά ο λαγός τους έφυγε.
Πιο πάνω έσπερνε ένας γέρος με δυο αηλιές κι άκουσε τις μπαλωθιές κι
είδε και το λαγό που έτρεχε ανελωμένος προς το βουνό.
Σε λίγη ώρα οι κυνηγοί εσιμώσανε στην άκρα του χωράφου κι ο ένας
ερώτηξε το ζευγά:
- Μπα ν-επέρασε, κουμπάρε, από παέ κανένας λαγός;
- Ύστερα που εμπαλωτοκοπούσετε στο ρυάκι επέρασε άκρα άκρα του
χωράφου ένας ασερνικός κι επήγαινε οθέ απάνω.
- Και πού το κατάλαβες πως ήτανε ασερνικός;
- Είπε-νε μου, ανέ δεις τρεις Καστρινούς να με γυρεύγουνε, να τωσε
πεις πως τσι γράφω στα… παπούτσια μου.
Αποσώνει ένας διψασμένος πεζοπόρος
στα νερά στην Αργυρούπολη και ρωτά έναν απου είχενε πάει να
ποτίσει τα οζά ντου:
- Κουμπάρε, από πού μπορώ να πιώ νερό;
Κι ο άλλος απαντά:
- Από κιε πίνει το βούι κι από κιε πίνει ο γάϊδαρος, εσύ του
λόγου σου πιέ απ' όπου θες.
Ο ποταμός τονε παρέσυρε και κάποιος
έτρεξε να τονε σώσει
- Δώσε μου τη χέρα σου!
- Δε σου τη δίδω. Όλο δώσε-δώσε, ας με πάρει ο διάολος!
- Πάρε τη χέρα μου!
- Αυτό διαφέρει!
Έσκαφτε τ' αμπέλι ντου ο Νικολής και κατά το μεσημέρι έκατσε
απού κάτω απ' ένα δρυ. Ξαπλωμένος εξάνοιγε τα βελανίδια και ...
εφιλοσοφούσε.
- Τα πάντα, λέει, εν σοφία εποίησε! Κι αμέ! Κρίμας το δεντρό να
κάνει εστόσονά μικρά βελανίδια και η καρπουζά να κάνει μεγάλες
τσι καρπούζες!
Εσηκώθηκε να φύγει αφού εξεκουράστηκε και.... ένα βελανίδι που
εξεκακαρώθηκε από ψηλά, κατεβαίνοντας με μεγάλη ταχύτητα,
εχτύπησε το Νικολή στο καπατσινέλι τσι κεφαλής.
- Ωχ, έκαμε και κοίταξε τα ίσα απάνω. Σα δεν ήτονε καρπούζα !!!
Πάνε μια βολά έναν αγρότη στο Αγορανομείο επειδή εξετζένωσε ο
γάϊδαρός του και ήφαε ένα ξένο μουρέλο. Ρωτά τονε ο πρόεδρος:
- Είναι αλήθεια κατηγορούμενε πως εξετζένωσε ο γάϊδαρός σου και
ήφαε ένα ξένο μουρέλο;
Και ο κατηγορούμενος απαντά:
- Πες κύριε Πρόεδρε πως είσαι εσύ ο γάϊδαρος. Σ' έχω δεμένο και
καλά καζηκωμένο. Και τανίζεσαι και ξεκαζηκώνεσαι και πας στα
ξένα μουρέλα. Είντα; Φταίω 'γω ή εσύ ο γάϊδαρος απού καμες τη
ζημιά!
- Μπάρμπα, το τσιγάρο είναι αργός θάνατος, λέει κάποιος σ'
ένα βοσκό του Ψηλορείτη.
- Γιάντα, του απαντά, ποιός σού 'πε πως θέλω εγώ να ποθάνω
ογλήγορα!
Έπαιξε διπλοκάμπανο, άκουσε το
Ρηνιώ και φουριόζα παριτά τσι δουλειές του σπιθιού και αρχίνιξε
να ντύνεται για να πάει στο μοναστήρι. Ως έδενε το καρτσοβάσταγό
τζη μπήχνει και τη φωνή:
- Πάω στο μοναστήρι, Μανούσο, μόνο φοβέρισε το μερί το κρέας
απού 'ναι στο τσιγκέλι, για θα το φτύσουν οι μύγες.
Πιάνει ο Μανούσος μιαν αλευροσακούλα, κουκουλώνεταί τηνε,
σιμώνει του κρεάτου κι αρχίνιξε να του κάνει:
- Ου...ου... ου!
Ακούει το Ρηνιώ πάει, θεωρεί ντονε λέει ντου:
- Είντα κάνεις εκειά, μα το Θεό σου.
- Είντα δε μου ΄πες να φοβερίσω το κρέας;
- Κουρέματά σου στο νου. Με τη φωθιά, ζάβαλε, όϊ με το ου... ου!
Σε μια σκάλα είναι ανεβασμένος ένα
πρωί ο Νικηφόρος και μερεμετίζει το σπίτι, όταν περνά ένας
συχωριανός που δείχνει να 'χει όρεξη για αστεία.
- Νικηφόρο, του λέει, να πέσεις θες από τη σκάλα και δε με
νοιάζει πως θα σκοτωθείς, μόνο ανέ χτυπήσει η κεφαλή σου χάμε,
θα ανοίξει και θα γεμίσει ο τόπος άχερα!
Εγέλασε ο Νικηφόρος και αποκρίθηκε:
- Ακόμα δεν εξημέρωσε μπρε, κι έχεις το νου σου στο φαϊ!!!
- Μα καλά, ερώτηξενε μετά τσ'
εκλογές ο μπαρμπα Δημητρός, πως διάολο εβγήκενε Βουλευτής ο
Κουρούπης;
- Εγώ δα σου πω Δημητρό, απηλοήθηκε ένας τση παρέας. Όσοι τον
εγνωρίζανε καλά, εψηφίσανε τον Ανεμογιάνη. Όσοι πάλι εγνωρίζανε
καλά τον Ανεμογιάνη εψηφίσανε το Κουρούπη.
Σάϊκα ο Ανεμογιάνης έχει πλειά πολλές γνωριμίες!
Επέρνα την πλατεία του χωριού ντου
ο Ανέστης κι εβάστα στη χέρα ντου τη λύρα.
- Κοπέλια, λέει ένας από τη παρέα του καφενείου. Ο Ροδινός του
χωριού μας περνά μόνο σηκωθείτε να χορέψομε.
- Ναι μωρέ, ο Ροδινός του χωριού είμαι, απαντά ο Ανέστης, αφού
κάνω και τσοι γαϊδάρους να θέλουνε χορό!
Το γιατρό του χωριού ερώτηξε μια μωρομάνα:
- Και δε μου λες κύριε γιατρέ εδά που 'ποκόβγω το κοπέλι από το γάλα,
ίντα να του δίνω να τρώει;
- Γάλα του κουτιού, σιμιγδάλι και χυμούς φρούτων.
- Να το 'ποκόψω κοντό κι από τα τσιγαριστά κύριε γιατρέ;
Κόκκαλο επόμεινε ο επιστήμονας.
O κουμπάρος από τη Χώρα (Ηράκλειο) έχει αγανακτήσει με τα μεταλλαγμένα τρόφιμα που αγοράζει κι αποφασίζει να πάει στον Ψηλορείτη, στη μάντρα του συντέκνου ντου να πάρει μερικά γουλίδια τυρί που δεν είναι μεταλλαγμένα. Μπαίνει στη μάντρα και χαιρετά το σύντεκνο.
- Γειά σου σύντεκνε.
- Μωρέ καλώς τονε το σύντεκνο. Ποια στράτα σε 'φερε στα ψηλά.
- Ήρθα να μου δώσεις μερικά γουλίδια τυρί να μην τρώνε τα κοπέλια μου τα μεταλλαγμένα που φέρνουν τον καρκίνο.
- Να σου δώσω σύντεκνε όσα θες, μα ν' ανημένεις να πάω στο μιτάτο.
- Να φέρεις τα τυριά;
- Όϊ ν' αρμέξω τα πρόβατα.
Σ' ένα γλέντι, κάποια κοπελιά όλο σκέρτσο και νάζι επίμονα ζητούσε απ' το λυράρη, τον Μιχαλιό, να της βγάλει μια μαντινάδα.
Σε μια στιγμή που του 'ρθε η έμπνευση άρχισε:
Καλή, 'σαι συ, καλή 'σαι συ, καλή 'σαι, καλή 'σαι…
Oι αντιδράσεις της νέας που γελοχαχάριζε, δεν είχανε τίποτα από τις αντιδράσεις μιας σεμνής κοπελιάς, πράμα που πείραξε το Μιχαλιό και που τον ανάγκασε στο δεύτερο μέρος τση μαντινάδας να τηνε ταπεινώσει:
…μα κι από τσι καλύτερες, πολλά καλή δεν είσαι!!!
Και η κοιλιά με τ'
άντερα μαλώνουνε καμιά φορά, αλλά ο Νικήτας με την Ερήνη, ένα καινούργιο αντρόγυνο, τα περνούσανε μέλι γάλα. Ήτανε το πιο αγαπημένο αντρόγυνο στο χωριό. Oύτε γκρίνες, ούτε καυγάδες, ούτε μαλώματα. Και μιαν ημέρα ερώτησε το Νικήτα ένας γείτονας:
- Μα πε μου, μπρε, στο Θεό σου πώς τα καταφέρνετε εσείς και δε γροικάται η άχνα σας;
Λέει: "από 'σταν επαντρευτήκαμε εκάμαμε μια συμφωνία. Ίσαμε το μεσημέρι να κάνει η γυναίκα ό,τι θέλει κι από 'κεια κι ύστερα να κάνω εγώ ό,τι μου πει!.."
Ο Κρητικός Συνταγματάρχης
απευθύνεται στον επίσης Κρητικό στρατιώτη Νίκο Ταβλά, που
είναι μεν φιλότιμος και γενικά καλός στρατιώτης, αλλά αγαπά
υπερβολικά τα οινοπνευματώδη:
- Μπρε συ Ταβλά… παραίτησε παιδί μου το πιοτό, να σε κάμω ντελόγο Λοχία…
- Δεν το παραιτώ κύριε Συνταγματάρχα, γιατί εγώ οντέ πίνω γίνομαι στρατηγός.
Σαντάλια επούλιε στσοι τουρίστες ο Γιαννάκος μα επειδή δεν εκάτεχε να μιλεί ξένα, ήγραφε στσοι μουστερήδες την τιμή, σ' ένα ψιχάλι χαρτί κι ετσά ήκανε τη δουλειά ντου.
Μια πρωινή, επέρνα όξω από το παπουτσήδικο ο σωμαράς του χωριού ο Νικόλης, κι είδε το σκηνικό.
- Ε… Γιαννάκο, τόσουσάς χρόνους νταλαβερίζεσαι με τσοι ξένους κι ακόμη δεν ήμαθες τη γλώσσα ντως;
- Ντα τόσουσάς χρόνους απού ανεπιλεύεσαι τουλόγου σου με τσοι γαϊδάρους, ήμαθες την εδική ντως γλώσσα; τ' απηλοήθηκε κι ο Γιαννάκος!
Μια μέρα ξεκίνησε το Μανωλιό και πήγε στον παπά.
- Είντα θες Μανωλιό κι ήρθες ίσαμε επαέ;
- Να εξομολογηθώ θέλω γέροντα.
Βάζει το πετραχήλι του ο παπάς, έβαλε και ευλογητός και μετά λέει
στο Μανωλιό.
- Λέγε Μανωλιό.
Άρχισε το Μανωλιό να λέει, να λέει και μια κοπανιά σταματά.
- Γιάντα σταμάτησες Μανωλιό;
- Επόπατα γέροντα.
- Τότεσας Μανωλιό για πες μου, έχεις κλέψει καμνιά μ-προβάτα;
- Όϊ γέροντα.
- Μήπως έχεις κλέψει καμνιάν αίγα;
- Όϊ γέροντα.
- Τότεσας άμε στο καλό και είσαι συγχωρεμένος.
Έφυγε το Μανωλιό και στη στράτα συνάντησε μια χωριανή ντου.
- Πού ήσουνα μωρέ Μανωλιό, το ρωτά.
- Στο παπά, Ανεζινιό.
- Κι είντα αλάϊση έκανες στον παπά;
- Εξομολογήθηκα Ανεζινιό.
- Κι είντα του ‘πες;
- Πολλά και διάφορα.
- Κι αυτός είντα σου ‘πε;
- Ερώτηξέ με Ανεζινιό ανέ ‘χω κλέψει καμνιά προβάτα γη καμνιάν αίγα.
Εγώ του ‘πα, όϊ γέροντα. Ευτυχώς Ανεζινιό απού δε με ρώτηξε αν έχω
κλέψει καμνιάν αελιά… ευτυχώς…
Έναν οχτάχρονο
κοπέλι πεινά και το λέει τσ’ αδερφής του.
Η αδερφή ντου τ’ απηλογάται:
- Έλα να σου βάλω να φας μα φασούλες έχω μαγερεμένες.
Το κοπέλι, απού δεν αγάπα τσι φασούλες, τση λέει:
- Εγώ, μωρή, πεινώ, μα πεινώ τηγανιστές πατάτες!
Ένας
καλοντυμένος με τα σκολινά ντου ντελικανής εκατέβαινε απ’ τ’
Ανώγεια κι επήαινεν οθε γ-κάτω. Απ’ αλάργο θωρεί μιαν όμορφη
κοπελιά κι ανέβαινεν οθε ντο χωριό. Η κοπελιά ήρχουντον απ’ τ’
αμπέλι απού πήγε και τ’ απύριαζε. Σαν εσίμωσε, τση λέει ο άλλος:
- Πολλά όμορφη ‘σαι κοπελιά, μα ‘σαι απυριασμένη!
Εκείνη, δίψως να χάσει καιρό, τ’ αποκρίνεται:
- Εκάτεχά το πώς ‘θελα μου παντήξει η χολέρα!
- Και δε
μου λες παιδί μου Μιχελιό, ερώτηξε ο δάσκαλος. Σκολάς εδά, πας
στο σπίτι, τηγανίζει η μάνα σου δυο αυγά, τρώει η γι’ αδελφή σου
το ‘να, τρώει ο αδελφός σου τ’ άλλο. Ετουλόγου σου πόσα αυγά δα
φας;
- Κατέχω τη ‘γω τη μοίρα μου δάσκαλε, κάνει το Μιχελιό. Με το
τηγανόλαδο δα τη βγάλω πάλι ο κακομοίρης!
|